- κουμουλιάζω
- [κουμούλι]συσσωρεύω, στοιβάζω, συγκεντρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακουμούλιαστος — η, ο και ακουλούμιαστος, αγος 1. αυτός που δεν εχει συσσωρευθεί σε κουλούμι* 2. εκείνος που δεν έχει σκαφτεί ώστε να σχηματιστούν μικροί σωροί από χώμα (αποδίδεται σε αμπέλια) 3. όποιος δεν έλαβε μέρος στα κούλουμα, στη γιορτή τής Καθαρής… … Dictionary of Greek
κουλουμιάζω — και κουμουλιάζω [κουλούμι] 1. συσσωρεύω, σωριάζω πολλά πράγματα μαζί 2. κάνω κουλούμι γύρω από κλήμα αμπελιού … Dictionary of Greek
κουμουλώνω — [κούμουλος] κουμουλιάζω, κουλουμώνω … Dictionary of Greek